Τα χαρτονομίσματα ευρώ πρέπει να γίνονται αποδεκτά στις συναλλαγές έστω και αν είναι φθαρμένα, επιδιορθωμένα, κηλιδωμένα από μελάνη ή αλλοιωμένα και έστω αν προσκομίζονται μισά (ίσο με το 50% του σώματος του χαρτονομίσματος), υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις φυσικά. Στην απόφαση αυτή κατέληξε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία κοινοποίησε σχετική εγκύκλιο προς τα υποκαταστήματά της και τις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων μετά τα προβλήματα που εντοπίστηκαν σε συναλλαγές κυρίως μεταξύ πελατών των τραπεζών και των υπαλλήλων τους που δεν δέχονταν φθαρμένα ή «σχισμένα» ευρωχαρτονομίσματα. Παράλληλα αποφασίστηκε η σύσταση Επιτροπής Αποτίμησης Φθαρμένων και Ελλιπών Χαρτονομισμάτων Ευρώ, η οποία θα εξετάζει τις περιπτώσεις που αυτά δεν συγκεντρώνουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις κυκλοφορίας τους ή δεν πληρούν τους κανόνες ανταλλαγής.
Το ενδεχόμενο να κυκλοφορήσουν φθαρμένα ή ελλιπή ευρωχαρτονομίσματα είχε εγκαίρως επισημανθεί από τραπεζικά στελέχη και από τις 30 Αυγούστου 2001 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γνωστοποίησε την απόφασή της (ΕΚΤ/2001/7) σχετικά με την ονομαστική αξία, τις προδιαγραφές, την αναπαραγωγή, την ανταλλαγή και την απόσυρση των ευρωχαρτονομισμάτων.
Με την απόφαση αυτή (η οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκε με νέα, την ΕΚΤ/2001/14 της 3ης Δεκεμβρίου 2001) θεσπίστηκαν κανόνες εναρμονισμένων ελαχίστων προτύπων για την ανταλλαγή των ευρωχαρτονομισμάτων εκ μέρους των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Οι αποφάσεις της ΕΚΤ υιοθετήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία μας ενημερώνει για τα εξής: Κυκλοφορούν ευρωχαρτονομίσματα λερωμένα (εκτεταμένος ρύπος σε όλη την επιφάνειά τους), μαλακά από φθορά (από εκτεταμένη χρήση), ελλιπή (με ένα ή περισσότερα ελλείποντα τμήματα), επιδιορθωμένα (τμήματα του ίδιου χαρτονομίσματος ενωμένα), ετερογενή (ευρωχαρτονομίσματα που αποτελούνται από τμήματα διαφορετικών), επιζωγραφισμένα (εσκεμμένη γραφική αλλοίωση ) και αποχρωματισμένα (έλλειψη μελάνης).
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα φθαρμένα ή ελλιπή ευρωχαρτονομίσματα πρέπει να γίνονται δεκτά για ανταλλαγή υπό τις εξής προϋποθέσεις:
- Πρώτον, αν το τμήμα του ευρωχαρτονομίσματος είναι σαφώς μεγαλύτερο του 50% του σώματος, χωρίς άλλες διατυπώσεις. Οταν το τμήμα του ευρωχαρτονομίσματος είναι ίσο με το 50% του σώματος ή μικρότερο, τότε θα πρέπει ο κάτοχός του «να αποδείξει ότι τα ελλείποντα τμήματα έχουν ολοσχερώς καταστραφεί». Στην περίπτωση που κάποιο ευρωχαρτονόμισμα είναι έντεχνα κομμένο και δημιουργεί υποψίες παραποίησης ή για τη γνησιότητά του, τότε πρέπει να ενημερώνονται οι προϊστάμενοι των υποκαταστημάτων στα οποία οι υπάλληλοι εντόπισαν το πρόβλημα.
- Δεύτερον, αν η γενική κατάσταση είναι τέτοια που να επιτρέπει την άμεση και ασφαλή διαπίστωση της αξίας και της γνησιότητας του. Για παράδειγμα, αν προσκομισθούν ευρωχαρτονομίσματα τα οποία είναι τσαλακωμένα ή φέρουν μουντζούρες οι οποίες δεν επηρεάζουν κάποιο από τα ειδικά σήματα ασφαλείας, πρέπει να γίνονται αποδεκτά στις συναλλαγές με τις τράπεζες και με τις επιχειρήσεις.
Τι πρέπει να γίνεται όμως αν προσκομίζονται ευρωχαρτονομίσματα κηλιδωμένα από μελάνη ή αλλοιωμένα ή παρουσιάζουν χρωματικές αλλοιώσεις; Η απάντηση εξαρτάται από το αν ο κομιστής του ευρωχαρτονομίσματος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή φορέας όπως οργανισμοί και ανταλλακτήρια συναλλάγματος (οπότε χειρίζεται μεγάλο αριθμό ευρώ) ή αν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο. Στην πρώτη περίπτωση οι οργανισμοί ή οι εταιρείες μεταφοράς του χρηματικού ποσού θα πρέπει να δηλώσουν γραπτώς την αιτία και το είδος της ακύρωσης, η οποία συνήθως είναι κάποια χρωματική αλλοίωση λόγω της ενεργοποίησης αντικλεπτικών συσκευών.
Στη δεύτερη περίπτωση το φυσικό πρόσωπο θα υποβάλλει μαζί με τα κηλιδωμένα από μελάνη ή αλλοιωμένα από υγρό ευρωχαρτονομίσματα «γραπτή διευκρίνιση ως προς το είδος της κηλίδας, της αλλοίωσης ή του εμποτισμού».
ΠΡΟΣΟΧΗ! Οι απαραίτητες προϋποθέσεις
Οπως αναφέρεται στην απόφαση της ΕΚΤ/2001/14 της 3ης Δεκεμβρίου 2001 (την οποία υιοθέτησε, όπως είναι φυσικό, και η Τράπεζα της Ελλάδος), υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν πρέπει να γίνονται αποδεκτά τα ευρωχαρτονομίσματα τα οποία εντάσσονται σε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις. Για παράδειγμα, αν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος γνωρίζουν ή έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα ή ότι τα τραπεζογραμμάτια σκόπιμα έχουν φθαρεί ή είναι ελλιπή, όχι μόνο πρέπει να αρνούνται να τα ανταλλάξουν αλλά και να παρακρατούν έναντι αποδεικτικού παραλαβής τα ελλιπή ή φθαρμένα ευρωχαρτονομίσματα ώστε να μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία της ανακριτικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, αν διαπιστώσετε ότι κάποιο χαρτονόμισμα ευρώ παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα στην εμφάνισή του, καλύτερα να μην το παραλάβετε. Αν όμως το παραλάβετε και διαπιστώσετε εκ των υστέρων το πρόβλημα (π.χ., αν είναι σε δεσμίδα), τότε καλύτερα να το παραδώσετε σε τράπεζα.
Πηγή :
http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=139945